σάιμπας

σάιμπας
ο, Ν
διάδρομος μεταξύ δύο ή περισσότερων καλλιεργημένων αγρών, ο οποίος χωρίζει ένα σάι από άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάι + μπασιά «είσοδος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”